Κλαζομενίοις

Κλαζομενίοις
Κλαζομένιος
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαζομένιος — α, ο (Α κλαζομένιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας Κλαζομενές ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κλαζομένια αγγεία» είδος αρχαίων αγγείων τής περίφημης αγγειοπλαστικής τέχνης τών Κλαζομενών β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”